- κυνόκαυμα
- κυνόκαυμα, τὸ (Α)το κυνικό καύμα, ο καύσωνας τών ημερών τού Κυνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + καῦμα (< καίω), πρβλ. έγ-καυμα, κατά-καυμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
каникулы — мн. Вероятно, через польск. kanikuɫa (то же) из лат. саnīсulа собачка , diēs canīculāres, букв. собачьи дни – от стар. названия Сириуса – греч. κύων пес Ориона , откуда греч. κυνόκαυμα собачья жара , потому что солнце в жаркое время года ближе к… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
κυνοκαυματικός — κυνοκαυματικός, ή, όν (Α) [κυνόκαυμα] (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κυνοκαυματικαί (ενν. ἡμέραι) οι ημέρες τών κυνικών καυμάτων … Dictionary of Greek